- ἀποστηματικός
- ἀπο-στηματικός, absondernd; zu einem Abszess gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀποστηματικός — due to an abscess masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστηματικά — ἀποστηματικός due to an abscess neut nom/voc/acc pl ἀποστηματικά̱ , ἀποστηματικός due to an abscess fem nom/voc/acc dual ἀποστηματικά̱ , ἀποστηματικός due to an abscess fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστηματικῶν — ἀποστηματικός due to an abscess fem gen pl ἀποστηματικός due to an abscess masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστηματικόν — ἀποστηματικός due to an abscess masc acc sg ἀποστηματικός due to an abscess neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποστηματικάς — ἀποστηματικά̱ς , ἀποστηματικός due to an abscess fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)